διάξυλο(ν)

διάξυλο(ν)
το поперечный брус, перекладина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διάξυλο(ν)" в других словарях:

  • διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»